- δήμαρχος
- Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να μεριμνούν για την άψογη διεξαγωγή των διαφόρων εορτών και θυσιών και να ενημερώνουν το ληξιαρχικό γραμματείο του δήμου, εγγράφοντας σε αυτό κάθε χρόνο τα παιδιά των δημοτών που ενηλικιώνονταν και διαγράφοντας εκείνους που είχαν καταδικαστεί από τη συνέλευση δημοτών ή το δικαστήριο σε στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Επιπλέον, οι δ. ήταν επιφορτισμένοι να κρατούν το κτηματολόγιο και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν σωφρονιστικές ποινές για τους δούλους και χρηματικές για τους ελεύθερους (έως 50 δρχ.).
Στην αρχαία Ρώμη ο δ. (tribunus plebis) ανήκε σε ένα από τα ανώτερα αιρετά υπηρεσιακά όργανα που προέρχονταν από τους πληβείους και μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto) στις αποφάσεις της Γερουσίας ή των πατρικίων διοικητών. Σύμφωνα με το πολιτειακό δίκαιο της Ρώμης, οι δ. είχαν επίσης το δικαίωμα να εισηγούνται τροποποιήσεις που αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος, να εισάγουν νόμους προς ψήφιση, να ζητούν ευθύνες από τους άρχοντες και να τους επιβάλλουν ποινές, εκτός από την κεφαλική, καθώς και να συγκαλούν τη Σύγκλητο.
Σήμερα, στα περισσότερα κράτη, οι δ. εκλέγονται από τον λαό και είναι επικεφαλής του αιρετού δημοτικού συμβουλίου. Σύμφωνα με το διοικητικό δίκαιο που ισχύει στην Ελλάδα, ο δ. είναι εκπρόσωπος του δήμου στα δικαστήρια και γενικά σε κάθε άλλη αρχή και φέρει την ευθύνη της υλοποίησης των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής. Μπορεί να αποφασίζει για τα θέματα που αφορούν το προσωπικό που στελεχώνει τις υπηρεσίες του δήμου, να διατάσσει την είσπραξη των δημοτικών εσόδων, να ελέγχει τους λογαριασμούς και τις δημοτικές δαπάνες, να υπογράφει τα συμβόλαια του δήμου και γενικά να ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπεται από τον νόμο. Εκτός από τα καθήκοντα που αναφέρθηκαν, ο δ. είναι επιφορτισμένος και με καθήκοντα κρατικού οργάνου της περιφερειακής διοίκησης, σύμφωνα με ορισμένες ειδικές διατάξεις που αφορούν τη σύνταξη των ληξιαρχικών πράξεων, την ασφάλιση των αγροτών, τον εκλογικό νόμο κλπ. Στην περίπτωση αυτή ο δ. τελεί σε υπηρεσιακή εξάρτηση και οποιαδήποτε ενέργειά του που συνιστά παράβαση των καθηκόντων του ελέγχεται, έπειτα από εντολή της αρμόδιας υπηρεσίας, από τον νομάρχη. Ο τελευταίος μπορεί να επιβάλει πειθαρχική ποινή κατά του δ., αφού προηγουμένως τον καλέσει σε απολογία ή εφόσον περάσει άπρακτη η προθεσμία απολογίας που έχει οριστεί. Εφόσον στερηθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση τα πολιτικά του δικαιώματα ή καταδικαστεί ως αυτουργός ή συμμέτοχος κακουργήματος ή των πλημμελημάτων της παραχάραξης, της πλαστογραφίας, της κιβδηλίας, της δωροδοκίας, της κλοπής, της υπεξαίρεσης, της απιστίας και της απάτης, ο δ. καθαιρείται αυτοδίκαια από το αξίωμά του.
Το Δημαρχείο της Σύρου χαρακτηρίζει την Ερμούπολη, πρωτεύουσα των Κυκλάδων.
* * *ο (AM δήμαρχος)νεοελλ.1. ο αιρετός άρχοντας τού δήμου2. φρ. α) «από δήμαρχος κλητήρας» — για όσους ξέπεσαν οικονομικά ή ηθικά ή υποβιβάστηκαν στην ιεραρχία τού κλάδου τουςβ) «τα παράπονα σου στον δήμαρχο», οι διαμαρτυρίες σου και τα παράπονα δεν με ενδιαφέρουνμσν.(Βυζάντιο) ο αρχηγός καθενός από τους δήμους, τών Βενετών και τών Πρασίνωναρχ.1. (στην Αθήνα) άρχοντας τού δήμου που κληρωνόταν από τη συνέλευση τών δημοτών για ετήσια θητεία (ομοίως σε Χίο, Κω, Ερέτρια)2. (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες τής πόλης3. (στη Ρώμη) δήμαρχοιοι αρχηγοί τών πληβείων (tribuni plebis), δύο αρχικά, που αυξήθηκαν μετά σε πέντε κι αργότερα σε δέκα[«πάντες ὑποτάττοντας... τούτοις (τοῑς ὑπάτοις), πλὴν τῶν δημάρχων»].[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.